30.8.08

Πολυπληθή ευρήματα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης


32 βυζαντινά πλοία χρονολογημένα γύρω στο 1000 μ.Χ. ανακαλύφθηκαν με όλο το ξύλινο σκαρί τους και πολλά με τα εμπορεύματά τους βυθισμένα στην υγρή άμμο του πυθμένα του «Λιμανιού του Θεοδοσίου» στο Γενίκαπι της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα με την ανακάλυψη του μικρού αυτού στόλου, βρέθηκαν κυκλικά και τετράγωνα οικήματα ηλικίας τουλάχιστον 8,000 χρόνων, πράγμα που πιστοποιεί την αδιάλειπτη κατοίκηση της περιοχής σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Παρόλο που προϋπήρχαν ενδείξεις κατοικισμού από όλες τις περιόδους (περιοχή Φικίρτεπε-Χαλκηδόνος περίπου 4η χιλιετία π.Χ., στην ασιατική πλευρά ευρήματα από τη νεολιθική περίοδο, στην περιοχή του ανακτόρου Τόπκαπι ευρήματα χαλκολιθικής εποχής κλπ), η πρώτη σύσταση οργανωμένης πόλης στην συγκεκριμένη περιοχή ανήκει στους Μεγαρείς, οι οποίοι ίδρυσαν αποικία στην περιοχή της σημερινής Χαλκηδόνας το 680 π.Χ., την οποία και ονόμασαν Βυζάντιο από τον ιδρυτή της Βύζαντα.

Τα οικήματα είχαν κτιστεί σ’ αυτό το σημείο προτού η στάθμη των υδάτων ανεβεί μετακινώντας την γραμμή της ακτής κατά 400 μέτρα και σχηματιστεί το «Ελευθέριον», λιμάνι που οφείλει το όνομά του στον χορηγό ευγενή που ανέλαβε την κατασκευή του επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αι. μ.Χ.). Η αρχαιολογική σκαπάνη «χτύπησε» στην προκυμαία, σε ξύλινους πασσάλους, καθώς και στον σκελετό ενός ακόμη βυζαντινού πλοίου.

Τρεις εβδομάδες νωρίτερα στην ίδια περιοχή είχε ανακαλυφθεί νεκροταφείο, χρονολογημένο το 6300-6000 π.Χ., το οποίο περιλάμβανε τα λείψανα δύο παιδιών, μιας γυναίκας και ενός άνδρα.

Οι ανακαλύψεις των ανασκαφών στην περιοχή Γενίκαπι, που έγιναν στο πλαίσιο του έργου της υποθαλάσσιας σιδηροδρομικής ζεύξης της ευρωπαϊκής και ασιατικής ακτής της Πόλης, δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Σύμφωνα με τον τούρκο αρχαιολόγο Μετίν Γκιοκτσάι, πιστεύεται πως βρέθηκε τμήμα του χαμένου ως τώρα πρώτου οχυρωματικού τείχους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην πάλαι ποτέ αποικία των Μεγαρέων, τα οποία είχαν καταστραφεί από μεγάλο σεισμό στις αρχές του 5ου αιώνα, για να οχυρωθεί εκ νέου από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, τα τείχη των οποίων βλέπουμε σήμερα.
.

27.8.08

Σημεία των καιρών...





Στην εποχή μας έχουμε μεγαλύτερα σπίτια,
αλλά μικρότερες οικογένειες
περισσότερη άνεση,
αλλά λιγότερο χρόνο
έχουμε περισσότερα πτυχία,
αλλά λιγότερη κρίση
περισσότερους ειδικούς,

αλλά και περισσότερα προβλήματα
περισσότερα φάρμακα,
αλλά λιγότερο καλή υγεία


ξοδεύουμε απερίσκεπτα,

γελάμε σπάνια,

εξαγριωνόμαστε εύκολα,

ξενυχτάμε συχνά,

και διαβάζουμε λίγο

έχουμε προσθέσει χρόνια στη ζωή μας,
αλλά όχι ζωή στα χρόνια μας
έχουμε ψηλότερα κτήρια,
αλλά κοντύτερη ψυχική διάθεση

φαρδύτερους δρόμους,
αλλά στενότερη αντίληψη



ξοδεύουμε περισσότερα,
αλλά έχουμε λιγότερα
αγοράζουμε περισσότερα,
αλλά τα απολαμβάνουμε λιγότερο
ζούμε στην εποχή του γρήγορου φαγητού
και της αργής πέψης



με πιο όμορφα σπίτια,
αλλά και πιο πολλά διαλυμένα σπίτια
με ψηλούς ανθρώπους,

αλλά κοντούς χαρακτήρες

στην εποχή μας δεν σεβόμαστε τους άλλους

έχουμε αυξήσει τις περιουσίες μας,
αλλά έχουμε μειώσει τις αξίες μας
έχουμε μάθει να κάνουμε τη ζωή μας,
αλλά δεν ξέρουμε τι θα πει ζωή

κατακτήσαμε το εξωτερικό διάστημα,
αλλά όχι και τον εσωτερικό μας κόσμο
διασπάσαμε το άτομο,
αλλά όχι και την προκατάληψη
σχεδιάζουμε περισσότερα,
αλλά πραγματοποιούμε λιγότερα



έχουμε μάθει να τρέχουμε,
αλλά όχι και να περιμένουμε
να μιλάμε,
αλλά όχι και ν’ ακούμε

λέμε ψέματα πολύ,

και αγαπάμε λίγο



στην εποχή μας νομίζουμε ότι θα ζήσουμε για πάντα,
αλλά χάνουμε τις στιγμές
λες και μας έχουν χαριστεί

δανεικές κι αυτές

όπως κι η ζωή…

Καλό σου ταξίδι, φίλε...


(Γ. Κάργας)

23.8.08

Έστιν ουν τραγωδία...


Όταν μιλάμε για αρχαίο δράμα, στο μυαλό μας έρχεται αυτόματα το τρίπτυχο Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης. Και οι τρεις κορυφαίοι δραματουργοί, και οι τρεις πολυβραβευμένοι, και οι τρεις σκαπανείς μιας νέας μορφής τέχνης, που ταυτίστηκε με το ελληνικό πνεύμα όσο κανένα άλλο. Όμως οι ομοιότητες σταματούν εκεί, αφού ο καθένας τους είχε μια εντελώς ξεχωριστή και αυτόνομη γλώσσα, σφραγίζοντας την τραγωδία με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

Λίγα λόγια για την τραγωδία


Είναι πιθανόν ότι η τραγωδία και η κωμωδία (τα δύο είδη που συνιστούν το αρχαίο δράμα) να προήλθαν από ιεροτελεστίες στα πλαίσια της λατρείας του θεού Διόνυσου. Οι τελετές αυτές χαρακτηρίζονται από τον χορό (μια χορευτική ομάδα με ενδυμασία σατύρων ή τράγων, εξ’ ου και η προέλευση της λέξης τραγωδία), ο οποίος χόρευε και τραγουδούσε. Αργότερα, συμπεριλήφθηκε και πεζός λόγος (ο Θέσπις ήταν ο πρώτος δραματουργός που εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή) κι έτσι το δράμα πήρε την οριστική του μορφή.

Οι παραστάσεις αρχαίου δράματος αποτελούσαν μέρος των τελετών προς τιμή του θεού Διόνυσου στα πλαίσια των μεγάλων εορτών Μεγάλα Διονύσια και Λήναια. Είχαν τη μορφή δραματικών αγώνων και λάμβαναν χώρα στα υπαίθρια ημικυκλικά θέατρα ανά την Ελλάδα (π.χ. Επίδαυρος), τα οποία μπορούσαν να φιλοξενήσουν ως και 15.000 θεατές. Οι διαγωνιζόμενοι δραματουργοί συμμετείχαν με τρεις τραγωδίες και μία κωμωδία κάθε φορά. Οι παραστάσεις διαρκούσαν πολλές μέρες και άρχιζαν από πολύ νωρίς το πρωί.
Όλοι οι ρόλοι, ανδρικοί και γυναικείοι, παίζονταν αποκλειστικά από άνδρες, οι οποίοι φορούσαν τα ανάλογα ενδύματα, μάσκες στο πρόσωπο και τους περίφημους κοθόρνους, που ήταν πολύ ψηλά παπούτσια που έκαναν την εμφάνισή τους επιβλητικότερη.

Τα θέματα

Ακόμη κι όταν ήταν παρμένα από γεγονότα της εποχής τους, οι υποθέσεις των έργων αφορούσαν στις πράξεις των περίφημων χαρακτήρων των ηρωικών (ομηρικών) χρόνων. Έτσι, οι θεατές γνώριζαν λίγο-πολύ τι θα δουν και έκριναν την επιδεξιότητα με την οποία θα το διαπραγματευόταν ο εκάστοτε δημιουργός. Σε αντίθεση με την κωμωδία, που διακωμωδούσε διάφορες αντιλήψεις μέσα από φανταστικές καταστάσεις, η τραγωδία ασχολείτο κατά κόρον με τις τρομερές απόψεις τη ανθρώπινης ζωής (ιεροσυλία, ανθρωποθυσία, παιδοκτονία, αυτοκτονία, αιμομιξία, κλπ.) Οι ήρωες του έργου είναι συνήθως καταδιωκόμενοι από εξωτερικές ή εσωτερικές απειλές και κάνουν λάθη που τους οδηγούν σε φοβερές καταστροφές και τελικά στον θάνατο. Μ’ αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται ένα βασικό συστατικό στοιχείο της αρχαίας τραγωδίας, που είναι να προκαλέσει στους θεατές συναισθήματα ελέου και φόβου, τα οποία και θα οδηγήσουν στο τελικό ζητούμενο αυτής της μορφής τέχνης, την κάθαρση.

Το ύφος

Μέχρι και την ελληνιστική εποχή, όπου εμφανίστηκε η Νέα κωμωδία, οι παραστάσεις τραγωδίας χαρακτηρίζονταν από μεγάλη επισημότητα, μεγαλοπρέπεια και συμβατικότητα, αφού δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για οποιονδήποτε ρεαλισμό ή απλή μίμηση της καθημερινής ζωής του πολίτη. Το γεγονός ότι όλοι οι στίχοι ήταν έμμετροι, η μεγάλη σημασία που δινόταν στη μουσική, η σημασία που έδιναν ώστε να ακούγονται καθαρά οι λέξεις από όποια θέση κι αν καθόταν ο θεατής, οι ορχηστρικές κινήσεις του χορού, η αποφυγή αναπαράστασης βίαιων γεγονότων πάνω στη σκηνή, όλα αυτά, εκτός από την επισημότητα έδειχναν και την προσπάθεια αποστασιοποίησης της παράστασης από την καθημερινή πραγματικότητα. Ο θεατής έπρεπε να μεταφερθεί στον κόσμο των ηρώων, να πάθει, να συγκινηθεί μαζί τους και ως απόρροια όλης αυτής της διαδικασίας, να λυτρωθεί και να μάθει. Γι’ αυτό και στην αρχαιότητα το δράμα δεν θεωρείτο ένα είδος διασκέδασης, αλλά μια πολύ σοβαρή επιμορφωτική και παιδευτική εμπειρία.


Τα τρία ιερά τέρατα

Υπήρξαν πολλοί δραματουργοί, όμως μόνο τα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη έφτασαν ως εμάς ακέραια ή σχεδόν ακέραια (ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος ανήκουν στους κωμικούς ποιητές).

Αισχύλος (525-456 π.Χ.)


Ο κυριότερος τραγικός ποιητής στην Αθήνα. Έγραψε 70-90 τραγωδίες και κέρδισε το πρώτο βραβείο 13 φορές. Μόνο 7 τραγωδίες του έχουν σωθεί.

Ο Αισχύλος θεωρείται ο δημιουργός της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας επειδή εισήγαγε δεύτερο υποκριτή, τελειοποίησε την θεατρική μέθοδο δίνοντας εντονότερο θεατρικό χαρακτήρα στην τραγωδία και υπερτονίζοντας τις ενδυμασίες. Παράλληλα, έδωσε μεγάλη σημασία στον ρόλο του χορού, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τη δράση των υποκριτών και πολλές φορές έπαιζε τον κύριο ρόλο στο έργο.

Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπινου γένους, που απασχολούν τον Αισχύλο, ο πόλεμος και το έγκλημα. Ο ήρωάς του εκπροσωπεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και το δράμα του εκτυλίσσεται μέσα στα αυστηρά όρια του πεπρωμένου και πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των θεών. Οι θεοί, ως ανώτατοι δικαστές, εντοπίζουν την ύβρη και φροντίζουν να αποδώσουν δικαιοσύνη. Οι ήρωες υποφέρουν από αγωνία, φόβο και ψυχική οδύνη, όμως τελικά τους απονέμεται σωφροσύνη, δύναμη, υπερηφάνεια και υπευθυνότητα, και οδηγούνται στην ελευθερία και την τάξη (κάθαρση).

Σοφοκλής (496-406 π.Χ.)


Έγραψε 123 έργα, από τα οποία έχουν σωθεί τα 7. Αναδείχτηκε νικητής περίπου 24 φορές και γι’ αυτό θεωρείται ο πιο πετυχημένος ποιητής. Η ειρωνεία είναι πως το έργο που αναγνωρίζεται στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας ως ένα από τα τελειότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ, ο Οιδίπους Τύραννος, δεν ανήκει σ’ αυτά που κέρδισαν το πρώτο βραβείο!

Και ο Σοφοκλής εισήγαγε με τη σειρά του καινοτομίες στη δομή της τραγωδίας. Ήταν αυτός που επινόησε τα ζωγραφισμένα σκηνικά, δίνοντας μεγαλύτερη αίγλη στον σκηνικό διάκοσμο, προσέθεσε τρίτο υποκριτή, αύξησε τους χορευτές από 12 σε 15, οι οποίοι αποκτούν τώρα πιο δευτερεύοντα ρόλο στα δρώμενα και αντιδρούν κάνοντας τα σχόλια που θα έκανε ένας θεατής. Τέλος, αντικατέστησε την ενιαία σε ελεύθερη τριλογία, όπου το κάθε δράμα δεν ήταν συνέχεια του ίδιου μύθου, όπως συνέβαινε με τον Αισχύλο, αλλά αποτελούσε ένα αυτοτελές έργο.
Αντίθετα από τους ήρωες του Αισχύλου που δέχονται αδιαμαρτύρητα το πεπρωμένο τους, οι ήρωες του Σοφοκλή εναντιώνονται σ’ αυτό. Όλα του τα έργα αφορούν στην πάλη που διεξάγει το ιδανικό άτομο ενάντια στο πεπρωμένο του. Έτσι, αυτό που έχει τώρα την ύψιστη σημασία δεν είναι η απονομή δικαιοσύνης από τους θεούς που συμμορφώνουν τους γεμάτους λάθη ανθρώπους, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος και τα ηθικά προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε φορά. Ο ήρωας ή η ηρωίδα του Σοφοκλή είναι γεμάτοι πάθος και θέληση, και παρόλο που έρχονται αντιμέτωποι με αφόρητες καταστάσεις, καταφέρνουν και παραμένουν ελεύθεροι. Μ’ αυτόν τον τρόπο προκαλείται ο θαυμασμός των θεατών, οι οποίοι επικροτούν την υπέρτατη προσπάθειά τους να υπερβαίνουν τον ίδιο τους τον εαυτό.

Ευριπίδης (485-406 π.Χ.)

Ο επίκαιρος, τέλος, λόγω Μήδειας, Ευριπίδης συνέθεσε 92 έργα, από τα οποία έχουν σωθεί τα 19 και οι πηγές αναφέρουν πως βραβεύτηκε μόνο 4 φορές. Αυτή η «αποτυχία» του σε σχέση με τους προηγούμενους δύο τραγωδούς, έχει βρει την εξήγησή της στον νεωτεριστικό και εικονοκλαστικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει το έργο του.

Ο Ευριπίδης είναι αυτός που εισήγαγε στη δομή της τραγωδίας τον πρόλογο, όπου ένας θεός ή κάποιος ήρωας διηγείται εκ των προτέρων την υπόθεση του έργου. Στον τεχνικό τομέα εισήγαγε, μεταξύ άλλων τεχνασμάτων, τον «από μηχανής θεό», ο οποίος εμφανιζόταν στη σκηνή με τη χρήση ενός είδους γερανού, επιτρέποντας στους ήρωες να βγουν από μια δύσκολη κατάσταση. Αδιαφορεί για τον ρόλο του χορού, ο οποίος μοιάζει τώρα να είναι αμέτοχος, εστιάζοντας αποκλειστικά στην πλοκή και τη δράση του έργου.

Το έργο του χαρακτηρίζεται από πολλαπλές αναλύσεις και ηθικά ή φιλοσοφικά μηνύματα, τα οποία παρεμβάλλονται στην πλοκή, διακόπτοντας τη δραματική ψευδαίσθηση του θεατή. Το ενδιαφέρον του στρέφεται, όχι στον ιδανικό άνθρωπο του Σοφοκλή, αλλά στον συνηθισμένο, καθημερινό άνθρωπο, τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής του, τις μεγάλες ανησυχίες του και τα πάθη που τον κατέχουν. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό στην τέχνη, μετατρέποντάς την για πρώτη φορά στην ιστορία σε μέσο έκφρασης του ατόμου, γι’ αυτό και τα έργα του Ευριπίδη εξακολουθούν να συγκαταλέγονται στα πιο «σύγχρονα» έργα που μας έχει κληροδοτήσει η αρχαιότητα.

Ιδιαίτερο βάρος έχουν οι συγκινητικές μορφές των τραγικών γυναικών του, οι οποίες, μέσα από το ενδιαφέρον του Ευριπίδη για τον θάνατο και τη βία, προκαλώντας, όπως προειπώθηκε, το έλεος και το φόβο στον θεατή, προβάλλονται με αριστουργηματική λεπτότητα και ευγένεια, χαρακτηριστικά που δεν βρίσκουμε ούτε στον Αισχύλο, ούτε στον Σοφοκλή.


Μήδεια


Ένα από τα ιδανικότερα δείγματα του έργου του που αποθεώνει την καθαυτό έννοια της τραγωδίας, είναι η Μήδεια. Η δράση της εκτυλίσσεται στην Κόρινθο, εκεί όπου οδηγήθηκαν η Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, και ο Ιάσονας, αρχηγός της αργοναυτικής εκστρατείας. Η Μήδεια, τρελή από έρωτα, τον βοηθάει να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας, αφού ο ίδιος της έταξε πως θα την παντρευτεί και θα την πάρει μαζί του στην Ελλάδα.

Έτσι κι έγινε. Όμως, φτάνοντας στην Ιωλκό, διώκονται εκ νέου κι έτσι καταλήγουν στην Κόρινθο, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει και δύο παιδιά. Στην Κόρινθο, ο Ιάσονας αποφασίζει να δεχτεί για σύζυγό του την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη, προκειμένου να συνδεθούν οι απόγονοί του με αίμα βασιλικό, προκαλώντας το μένος της Μήδειας. Ο βασιλιάς Κρέοντας δίνει ρητή εντολή να φύγει η Μήδεια εξόριστη από την πόλη της Κορίνθου, γιατί γνωρίζει πως είναι μάγισσα και φοβάται τα χειρότερα. Απειλεί την ευημερία και ασφάλεια της οργανωμένης ελληνικής κοινωνίας της πόλης της Κορίνθου και τιμωρείται με εξορία γι’ αυτό.
Η Μήδεια κερδίζει με λεκτικά τεχνάσματα μία μέρα διορία, προκειμένου να βάλει το σχέδιό της σε εφαρμογή. Φτιάχνει νυφικό φόρεμα και στεφάνι ποτισμένα με δηλητήριο, τα οποία στέλνει ως δώρο με τα παιδιά της στη νύφη του άντρα της. Κατόπιν, δολοφονεί τα παιδιά της, αρπάζοντας μ’ αυτό τον τρόπο ό, τι πολυτιμότερο είχε ο Ιάσονας, προκειμένου να εκδικηθεί το κακό που της έγινε. Λίγο πρωτύτερα, έχει συναντήσει τον βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, ο οποίος της προσφέρει καταφύγιο στην πόλη του. Η νύφη, δεχόμενη τα δώρα αποφασίζει να τα φορέσει, κυκλώνεται από μαγική φωτιά και πεθαίνει με φρικτούς πόνους. Το ίδιο παθαίνει και ο πατέρας της, Κρέοντας, που έσπευσε να την αγκαλιάσει. Έχοντας σκοτώσει και τα παιδιά της, η Μήδεια εγκαταλείπει την πόλη με το φτερωτό άρμα του ήλιου, αφήνοντας τον Ιάσονα χωρίς τίποτα, ο οποίος δεν αντέχει τελικά τον πόνο.

Η Μήδεια ερωτεύεται και για χάρη του έρωτά της αποφασίζει να πάει κόντρα στην οικογένειά της βοηθώντας έναν ξένο, αποποιείται τους βασιλικούς της τίτλους, εγκαταλείπει το σπίτι και την οικογένειά της, εγκαταλείπει τη χώρα της, προκειμένου να ακολουθήσει τον Ιάσονα σε μια χώρα που δεν βλέπει με καλό μάτι κάθε τι μη ελληνικό. «Πας μη Έλλην βάρβαρος» έλεγαν και το πίστευαν, και η Μήδεια, αν μη τι άλλο, ήταν βάρβαρη. Έχοντας σώσει τη ζωή του αγαπημένου της από βέβαιο θάνατο, τον παντρεύεται, γεννά τα παιδιά του και τον ακολουθεί στην πατρίδα του. Κι εκεί, εξόριστη και ξένη, χωρίς καμία υποστήριξη από πουθενά, προδίδεται από εκείνον που την είχε ακούσια φέρει σε αυτή την κατάσταση. Το αντικείμενο της αγάπης της στρέφεται σε μιαν άλλη γυναίκα και προσπαθεί να τεκμηριώσει την επιλογή του αυτή, προκειμένου να την πείσει, πως το κάνει… για το καλό της. Πως, αν αποκτήσει βασιλικούς απογόνους με την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, τότε και τα δικά τους παιδιά θα θεωρούνται βασιλικοί απόγονοι και έλληνες πολίτες.

Η Μήδεια όμως δεν πείθεται. Σφαδάζει από ψυχική οδύνη. Είναι οργισμένη και ασυγκράτητη, είναι μια προδομένη γυναίκα που ο έρωτάς της έχει μετατραπεί σε μίσος, ικανή για κάθε ακραία πράξη. Νιώθει προδομένη από τον ίδιο της τον άντρα. Η αδικία την πνίγει. Και αποφασίζει να απονείμει δικαιοσύνη. Της άρπαξε ό, τι είχε σημασία γι’ αυτήν. Θα έκανε κι εκείνη το ίδιο. Δεν σκότωσε τα δικά της παιδιά. Σκότωσε τα δικά του. Εκείνη ήξερε πως θα άντεχε στον πόνο της απώλειας. Εκείνος όμως, δε θα τον άντεχε. Η παραφροσύνη της είναι απόλυτα ελεγχόμενη, γίνεται αδίστακτη φόνισσα, δείχνοντας μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια προδομένη γυναίκα, μια απατημένη σύζυγος. Η οργή της, αρχέγονη, ασυγκράτητη και θυελλώδης, παρομοιάζεται με τις τυφλές και παράλογες δυνάμεις της μητέρας φύσης. Η Μήδεια είναι άρρηκτα δεμένη με τον παλαιό κόσμο της πρωτόγονης μαγείας, λειτουργεί παρορμητικά, με βάση το ένστικτό της, χωρίς σύνεση ή δεύτερη σκέψη. Γι’ αυτήν, η επερχόμενη καταστροφή είναι μια αναγκαιότητα.

Ο Ευριπίδης γράφει το έργο λίγο πριν ο ελληνικός κόσμος περάσει στον εμφύλιο σπαραγμό του Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι μια εποχή που όλες οι παραδοσιακές πολιτισμικές αξίες τείθονται υπό κριτική και αμφισβήτηση, γι’ αυτό και το έργο αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό προβληματισμό της εποχής του.

Ηρωίδα του έργου του αυτή τη φορά είναι μια βάρβαρη φαρμακίδα, αντιβαίνοντας στην βασική για τον ελληνικό κόσμο έννοια του ομόαιμου. Επίσης, καταγράφει επί σκηνής όλες τις εσωτερικές συγκρούσεις της ψυχής, πράγμα εντελώς πρωτόγνωρο για τα ως τότε δεδομένα της ελληνικής τραγωδίας. Το σημαντικότερο όμως είναι πως καταπιάνεται με έναν από τους πιο καταξιωμένους μύθους της ελληνικής μυθολογίας, όπως είχε σωθεί στα Αργοναυτικά, και απομυθοποιεί μια από τις κεντρικότερες ηρωικές μορφές, τον Ιάσονα, τον οποίο παρουσιάζει με όλες του τις ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη, να καταπατά τον ιερό όρκο του γάμου, αναδεικνύοντας παράλληλα και την τυραννική και αλαζονική φύση του. Τον εμφανίζει καιροσκόπο, υπολογιστή, τα λόγια του μένουν κενά νοήματος και χρησιμοποιεί τη ρητορική του ικανότητα μόνο για να αναπλάσει μια δική του μεροληπτική αλήθεια, ανατρέποντας όλα τα πρότυπα και ιδεώδη των δύο προηγούμενων δραματουργών και της κλασικής ελληνικής κοινωνίας γενικότερα. Απογυμνωμένος από την αίγλη του μυθικού ήρωα, κρίνεται αδύναμος τόσο στο να υπερασπιστεί επαρκώς τον εαυτό του όσο και να προβλέψει το μέγεθος της δίνης του πάθους, που προκαλούν οι πράξεις του στην ψυχή της Μήδειας. Γι’ αυτό και οργίζεται όταν εκείνη δείχνει να μην εκλογικεύεται. Οι άνδρες στον Ευριπίδη φαίνεται να παίζουν πάντα ένα δευτερεύοντα ρόλο. Κινητήρια δύναμη των έργων του είναι οι γυναικείες υπάρξεις, ικανές για κάθε τολμηρή πράξη.

Μέσα από τη σύγκρουση Μήδειας και Ιάσονα, ο Ευριπίδης οδηγείται στην έκφραση της αρχετυπικής αντιπαράθεσης μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, πολιτισμένου και βάρβαρου, υλιστικού και πνευματικού προσανατολισμού (η ετυμολογία του ονόματός της, από το ρήμα μέδομαι, αποδίδει την «σκεπτόμενη γυναίκα»), ορθολογισμού και συναισθήματος.

Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας της βάρβαρης μάγισσας από την Κολχίδα, δεν πρέπει να περιοριστεί στον ψυχοδραματικό χαρακτήρα της εσωτερικής της σύγκρουσης. Κυρίαρχη ιδιότητά της είναι εκείνη της φαρμακίδας, τέχνη που διδάχτηκε από την ίδια την Εκάτη. Η Μήδεια, παρόλο που είναι «ξένη» και γυναίκα, διεκδικεί έναν ρόλο ηρωικό, σύμφωνα με τα πρότυπα του ανδρικού ηρωισμού, ρόλος εντελώς αντίθετος με τα πρότυπα της κλασικής Ελλάδας, κυρίως της Αθήνας, που περιόριζε τη γυναίκα αυστηρά στα του οίκου της. Η Μήδεια την βγάζει έξω από το σπίτι και την τοποθετεί στο πεδίο της μάχης. Της χαρίζει πάθος, ρητορική δεινότητα, αίσθημα απονομής δικαιοσύνης όταν αδικείται, αντίσταση στην ταπείνωση και την αδικία. Την βάζει να παίξει παιχνίδια δύναμης. Για κείνη, που είναι ιέρεια της Εκάτης, η αθέτηση του όρκου θεωρείται η ύψιστη ύβρις και αυτό δεν επιδέχεται καμίας ανοχής. Ο επίορκος Ιάσονας πρέπει να πληρώσει για να αποκατασταθεί η κοινωνική αδικία και η έννομη τάξη.

Έτσι, μέσω της Μήδειας, που είναι μια γήινη σύζυγος σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, που όμως αρνείται να υπομείνει τη μοίρα της αδιαμαρτύρητα, ο Ευριπίδης έρχεται να συμμορφώσει μια κοινωνία που συστηματικά υποβάθμιζε τη γυναικεία παρουσία στις κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις και αναδεικνύεται άριστος γνώσης της ανθρώπινης ψυχής, φτάνοντας στα μύχιά της, με τις εντάσεις, τα πάθη, τις αδυναμίες της. Οι ήρωες έχουν κατέβει από το ιδεατό βάθρο της επικής ποίησης στο επίπεδο των απλών ανθρώπων, που κατευθύνονται από τη γυμνή ωμότητα του ενστίκτου, η οποία φτάνει να καθορίσει ακόμη και την ίδια τη μοίρα τους.

Η εισβολή της Μήδειας σε ένα τακτοποιημένο κοινωνικό status quo οδηγεί στην ανατροπή και τη σύγκρουση. Είναι η αλλότρια, η βάρβαρη, η παμφάρμακος ξείνα, η μάγισσα, η βασιλοπούλα, η σύζυγος, η μητέρα, μα πάνω απ’ όλα είναι η Μήδεια, η «σκεπτόμενη γυναίκα», η διανοούμενη ορθολογίστρια που δεν φοβάται να καταδυθεί στα πιο σκοτεινά βάθη της ψυχής της, για να ανασύρει όλο το ωμό και ενστικτώδικο πάθος που με έναν αλλόκοτο, εξωανθρώπινο τρόπο, καταφέρνει να επαναφέρει την ισορροπία και το απόλυτο ζητούμενο από κάθε τραγωδία, την πολυπόθητη κάθαρση…





17.8.08

Μήδεια: το χρονικό μιας παρωδίας


Ήθελα από καιρό να γράψω για τη Μήδεια, μια από τις αγαπημένες μου τραγωδίες και ίσως η πιο αγαπημένη μου ηρωίδα. Το απόλυτο σύμβολο της γυναίκας, της προδοσίας, της θυσίας, της εκδίκησης σε ένα έργο γραμμένο από τον κορυφαίο τραγικό Ευριπίδη, την ίδια ακριβώς περίοδο που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, το 431 π.Χ., όταν ολόκληρη η Ελλάδα ζούσε στον αναβρασμό της στρατιωτικής προετοιμασίας. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω γι’ αυτήν, αφού έβλεπα και την παράσταση που φέτος θα ανέβαινε στην Επίδαυρο, από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας σε σκηνοθεσία του ρώσου Ανατόλι Βασίλιεφ. Δε γνώριζα τη δουλειά του ιδίοις όμμασι, ώστε να έχω άποψη για τη σκηνοθετική του μανιέρα, όμως είχε τις περγαμηνές και τις απανωτές βραβεύσεις του σε Ευρώπη και στη χώρα του, τη Ρωσία, για διαπιστευτήρια, κι εγώ, ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσα παράσταση σκηνοθετημένη από μη Έλληνα.

Στην αρχή, αυτό που με ξένισε ήταν τα σκηνικά. Κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο. Μια σειρά από ξύλινα παραπέτα έκλειναν την ορχήστρα, η οποία ήταν σκεπασμένη με χοντρή άμμο. Μια σειρά από ψηλά δοκάρια στημένα περιμετρικά της ορχήστρας στήριζαν σκοινί στολισμένο με τριγωνικά σημαιάκια, κόκκινα κι αυτά, αφήνοντας την αίσθηση που αφήνουν τα σκηνικά των τσίρκων ή οι ισπανικές αρένες των ταυρομαχιών. Ένα βάθρο κι ένα ψηλό κατασκεύασμα καλυμένο με δύο κόκκινα υφάσματα, όλα φτιαγμένα με υποτυπώδη υλικά και με εμφανή προχειρότητα, υποδείκνυαν την είσοδο της οικίας του Ιάσονα και της Μήδειας.

Δεν πτοήθηκα. Εξάλλου, τα σκηνικά, όσο κι αν επηρεάζουν με την αισθητική τους, ας πούμε πως είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι μαρμάρινες κερκίδες άρχισαν να γεμίζουν σιγά-σιγά από τον κόσμο που ήρθε να δει την πασίγνωστη στην υφήλιο τραγωδία του Ευριπίδη. Περισσότερο από τους Έλληνες, η αδημονία ήταν εμφανής στους ξένους, πολλοί από τους οποίους έρχονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα αποκλειστικά για να δουν αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο, στο θέατρο που ανέβασαν τα έργα τους οι ίδιοι οι δημιουργοί, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης. Δίπλα μου κάθησε ένα ζευγάρι, που από την προφορά τους συμπέρανα πως μάλλον πρέπει να ήταν ιρλανδοί. Όταν χαμήλωσαν οι προβολείς, πιάστηκαν σφιχτά από το χέρι, σα μαθητούδια, και είπαν με περισσή λαχτάρα: “It’ s starting! It’ s starting! Can you believe it? We’ re actually here!” Η αδημονία τους να δουν ζωντανά αρχαία τραγωδία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους και μου έκανε τρομερή εντύπωση, ειδικά όταν άρχισα να αντιπαραθέτω την αντίδρασή τους με τον τρόπο που βλέπουμε εμείς, οι Έλληνες, τέτοιου είδους εκδηλώσεις, τουλάχιστον στην πλειοψηφία μας…


Η παράσταση ξεκίνησε και στα διαζώματα επικρατούσε απόλυτη σιγή. Όσο όμως προχωρούσε η παράσταση, τόσο η ανησυχία στους θεατές γινόταν πιο εμφανής. Τα σκηνοθετικά ευρήματα του ρώσου σκηνοθέτη, αρχικά ξένισαν, στη συνέχεια όμως άρχισαν να προκαλούν την αντίδραση του κοινού. Ένα συνοθύλλευμα από όλες τις χρονικές περιόδους και από όλους τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου σε κάθε πτυχή της παράστασης, από τους μουσικούς και τους χορευτές μέχρι τις ενδυμασίες τους, τις χορογραφίες, μια σαλάτα χωρίς καμία αρχαιοελληνική σφραγίδα, δημιουργούσαν αναστάτωση. Προσπάθησα να κρατήσω ανοικτό μυαλό, ψάχνοντας να βρω τον συμβολισμό τους, να δω, τέλος πάντων, πού το πήγαινε ο ρώσος σκηνοθέτης. Στην αρχή σκέφτηκα πως αυτό που επιδίωκε ήταν να το διεθνοποιήσει, βάζοντας τους άντρες πρωταγωνιστές να φορούν άλλοι φουστανέλες, άλλοι δερβίσικες στολές, άλλοι σέρβικες κι άλλοι ιταλικές. Για την ίδια τη Μήδεια, παιγμένη εξαιρετικά από τη Λυδία Κονιόρδου, έδωσα τόπο στην οργή, όταν βγάζοντας σε κάποιο σημείο της πλοκής το εξωτερικό της φόρεμα έμεινε με ένα παντελόνι-βράκα, που παρέπεμπε κι αυτό σε ανατολίτικες επιρροές. Έδωσα τόπο στην οργή, γιατί είπα, εντάξει, η Μήδεια δεν είναι Ελληνίδα. Είναι η κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, δηλαδή μία βάρβαρη, οπότε μπορεί να τεκμηριωθεί η ενδυμασία. Όλα τα υπόλοιπα όμως; Ο Ιάσονας με φουστανέλα; Η ορχήστρα με τούρκικο φέσι; Οι χορευτές με σερβικές στολές και χορευτικά; Ο χορός, χωρισμένος σε δύο ή τρεις ομάδες να απαγγέλουν η κάθε μια ξεχωριστό απόσπασμα σε μια ταυτόχονη κουστωδία, δημιουργώντας λεκτικό κομφούζιο από το οποίο δεν έβγαζες λέξη; Η επίσης ταυτόχρονη μετάφραση από τρεις, την τροφό και άλλους δύο του χορού, στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, πάλι ταυτόχρονα, πάλι χωρίς να βγάζεις λέξη, σα λεκτικός πύργος της Βαβυλώνας; Πώς μπορούσαν να τεκμηριωθούν όλα αυτά; Πού το πήγαινε;

Συνέχισα να παρακολουθώ, ενώ τριγύρω είχε αρχίσει να επικρατεί έντονος εκνευρισμός, ο οποίος μετατράπηκε σε γιουχάισμα, όταν εμφανίστηκαν τα υλικά βοηθήματα των ηθοποιών. Ο Κρέοντας, βασιλιάς της Κορίνθου (επίσης, φορώντας φουστανέλα) εμφανίστηκε μέσα σε ένα δίτροχο γαλβανιζέ καρότσι που έσπρωχνε κάποιος ακόλουθος, σαν τα καρότσια που έχουν οι μανάβηδες στην κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη για να φορτώνουν τα σακιά τους. Κάποια πανώ που κρατούσε σε κάποια φάση ο χορός (που παρεπιπτόντως ήταν φανταστικός στον ρόλο του, παρόλο που οι χορευτικές τους φιγούρες παρέπεμπαν σε τουρκάλες χανούμισσες ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην Μάρθα Καραγιάννη σε χορογραφίες του Δαλιανίδη), είχαν καθαρά ιαπωνικό ύφος και πουθενά δεν δικαιολογήθηκε ο λόγος ύπαρξής τους. Αυτό όμως που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ήταν όταν στο τέλος του έργου η Μήδεια, που υποτίθεται πως θα έφευγε επάνω στο άρμα του Ήλιου (πρόκληση που στην αρχαιότητα είχε ξεπεραστεί με το τεχνολογικό εύρημα του από μηχανής θεού), έφυγε επάνω σε … τρίκυκλο ποδήλατο με καρότσα, που οδηγούσε κάποιος τεχνικός της παράστασης με τζην, μακό μπλουζάκι, κοτσίδα και μικρόφωνο στο αυτί! Στην καρότσα δε του τρίκυκλου, υπήρχε θρόνος για τη Μήδεια, μία πορτοκαλί πλαστική καρέκλα, από αυτές που πουλούν οι γύφτοι που περιφέρονται στις γειτονιές διαλαλώντας την πραμάτεια τους με την ντουντούκα! Το τεχνικό έκτρωμα συμπληρωνόταν από ένα στρογγυλό μπαλόνι, φουσκωμένο με ήλιο, που υποδήλωνε… τον θεό Ήλιο!


Δεν πίστευα στα μάτια μου… Τόση προχειρότητα; Τόση αναισχυντία στο αρχαίο κείμενο; στον δημιουργό του; στον ελληνικό πολιτισμό; στην ιερότητα του χώρου; στους θεατές; Η απογοήτευση και η οργή δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο. Το ζευγάρι δίπλα μου, κοιταζόταν σαστισμένο. Τώρα, δεν έλεγαν τίποτα. Άλαλοι... Οι θεατές ορύονταν σηκωμένοι στις θέσεις τους κι έφευγαν κατά κύματα απογοητευμένοι και θιγμένοι. Και το φεγγάρι που μας είχαν υποσχεθεί… άφαντο!


Προσπάθησα να δω το όλο στήσιμο από τη μεριά του σκηνοθέτη. Δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Το μόνο ελαφρυντικό που μπορούσα να του δώσω ήταν πως δεν ήταν Έλληνας. Ένας Έλληνας, όσο πρόχειρη δουλειά κι αν είχε κάνει, αυτό που δεν θα παραβίαζε ποτέ είναι ο σεβασμός προς το κείμενο. Ένας Έλληνας θα έδειχνε το στοιχειώδες δέος. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου και άκουγαν τα αυτιά μου δεν είχε καμία σχέση με το αρχαίο δράμα. Ήταν η αποθέωση του κιτς που με προβλημάτισε και μ' έκανε να αναρωτηθώ: Εντάξει, ο ίδιος αυτή την άποψη έχει, έτσι το βλέπει, έτσι το παρουσιάζει. Εμείς, το φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν έχουμε κανέναν λόγο πάνω στο τι ανεβαίνει στην Επίδαυρο και τι όχι; Δεν υπάρχει έλεγχος, ώστε να διατηρείται ένα στοιχειώδες επίπεδο; Όποιος θέλει ανεβάζει ό,τι θέλει; Για αρχαία τραγωδία μιλάμε, δεν μιλάμε για μιούζικαλ της σειράς. Ούτε και ανεβάζεται στο θεατράκι της γειτονιάς. Το θέατρο της Επιδαύρου προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο κι από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Πολλοί το βλέπουν σαν προσκύνημα. Πώς επιτρέπεις, Ελλάδα, να ανεβαίνει μια τέτοια παρωδία, που εμπαίζει τους πάντες και τα πάντα; Πώς δέχεσαι μια άποψη που βεβηλώνει ιερά και όσια και διαπομπεύει τον πολιτισμό σου; Πόσοι από τους χτεσινούς θεατές στην Επίδαυρο έχουν, αλήθεια, την επίγνωση πως δεν είναι αυτός ο πραγματικός Ευριπίδης και πόσοι θα επιστρέψουν στα σπίτια τους με την αποστροφή προς το αρχαίο δράμα, μετά από αυτή τη φαρσοκωμωδία; Μ' αυτές τις σκέψεις έφυγα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, βαθιά απογοητευμένη, μ' εμάς περισσότερο, και μάταια αναζητώντας το ολόγιομο φεγγάρι που δεν έλεγε να φανεί...


Ήθελα να γράψω για τη Μήδεια. Το περίμενα πώς και τι. Τώρα, δεν θέλω να γράψω τίποτα…




.

13.8.08

Μαρία των πιστών



Μεσίτρια υπέρ των ανθρώπων, αλλά όχι υπεράνθρωπος. Θεομήτωρ, αλλά όχι θεά. Μητέρα του Ιησού, αλλά όχι μέλος της Αγίας Τριάδας. Πατήρ – Υιός – Άγιο Πνεύμα. Την Κεχαριτωμένη όμως, την έχουσα δηλαδή τη θεία χάρη, την Παναγία της χριστιανοσύνης δε θα την βρεις εκεί. Η Εκκλησία προτίμησε να την τοποθετήσει ένα σκαλοπάτι παρακάτω, εκεί που ξεκινούν οι κοινοί θνητοί...


Τα λίγα ιστορικά στοιχεία για τη μορφή που ταυτίστηκε όσο καμία άλλη με την ανθρώπινη πλευρά της θεϊκής παρέμβασης στα εγκόσμια, περιορίζονται σε κάποια αποσπάσματα στα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, καθώς και στο απόκρυφο πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου. Κόρη του Ιωακείμ και της Άννας με βασιλικό αίμα να κυλά στις φλέβες της (ανήκε στο γένος του Δαβίδ) αρραβωνιάστηκε σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής σε πολύ μικρή ηλικία τον Ιωσήφ. Το πεπρωμένο όμως είχε ήδη σφραγίσει την ακάνθινη πορεία του κοριτσιού, που έμελε να γεννήσει τον Υιό του Θεού, προς την αιωνιότητα. Οι πληροφορίες λιγοστές και συγκεχυμένες. Σχεδόν πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στην περίοδο από τη φυγή στην Αίγυπτο (η ίδια ήταν τότε περίπου 20 χρονών) ως την εποχή που ο Χριστός σε ηλικία 30 χρονών άρχισε το μεσσιανικό του κήρυγμα. Εικασίες γίνονται επίσης και για τον τόπο που πέθανε. Άλλοι τον τοποθετούν στην Ιερουσαλήμ, όπου δείχνεται και ο τάφος της στη Γεσθημανή, άλλοι πάλι τον τοποθετούν στην Έφεσο, όπου υπήρχε και ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος σ’ αυτήν.


Στους τρεις πρώτους αιώνες από τη γέννηση του Χριστού η Παναγία… είναι άφαντη. Καμία αναφορά στη Μητέρα του Θεού, η οποία βρισκόταν εξ’ ολοκλήρου υπό τη σκιά του γιου της. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως η χριστιανική θρησκεία άργησε να γίνει καθολικά αποδεκτή. Ως το 313 μ.Χ. (διάταγμα ανεξιθρησκίας των Μεδιολάνων από τους Κωνσταντίνο και Λικίνιο), οι χριστιανοί διώκονταν με βασανιστήρια και θανατικές ποινές. Μετά την ήττα του δεύτερου από τον πρώτο το 324 μ.Χ., που συνοδεύτηκε από την κοσμοϊστορικής σημασίας μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, η διαλλακτική στάση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου σήμανε την επέκταση της απόλυτης ελευθερίας της χριστιανικής θρησκείας σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δυτική και ανατολική-βυζαντινή.


Ως Θεοτόκος αναγνωρίστηκε επίσημα μόλις το 431 μ.Χ. κατά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου. Και ενώ στα μοναστήρια η λατρεία της άνθισε από πολύ νωρίς, στον λαό η λατρεία της διαδόθηκε γύρω στα τέλη του Μεσαίωνα, περισσότερο δε στην Ανατολική παρά στη Δυτική Εκκλησία. Στην Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν η προστάτιδα της πόλης και την τιμούσαν με ιδιαίτερη ευλάβεια. Όταν η Πόλη πολιορκήθηκε από τους Αβάρους τον 7ο αιώνα, οι βυζαντινοί έψαλλαν τον Ακάθιστο Ύμνο, γραμμένο από τον Ρωμανό τον Μελωδό προς τιμήν της έναν αιώνα νωρίτερα. Έψελναν όλη τη νύχτα πριν την επίθεση του εχθρού όρθιοι (εξ' ου και Ακάθιστος). Η νίκη των βυζαντινών αποδόθηκε στην Θεοτόκο κι από τότε θεωρείτο πολιούχος και προστάτιδα της βυζαντινής πρωτεύουσας. Η παρθενία, καθώς και η ανάληψή της όχι μόνο με το πνεύμα, αλλά και με το σώμα της, ήταν δόγματα στα οποία εστίασε ιδιαίτερα το ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Ήταν η «εκλεκτή» γυναίκα, η χωρίς καμία αμαρτία, γι’ αυτό και αποδεχόταν επίσης την πλήρη απαλλαγή της από το προπατορικό αμάρτημα, όπως κι από κάθε άλλη προσωπική αμαρτία.

Μήνας της Παναγίας ο Αύγουστος, ειδικά για τον Ελληνισμό, που τιμά με ιδιαίτερη αγάπη την Θεοτόκο, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο ιερό πρόσωπο της χριστιανικής θρησκείας, είναι ο μήνας που εορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Κοίμηση και όχι θάνατος, αφού σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα ο θάνατος δεν είναι παρά ένα πέρασμα προς μιαν άλλη μορφή ζωής. Η αειπάρθενος που παρέμεινε η ανθρώπινη μητέρα, στην οποία βρήκε προσωποποίηση και παρηγοριά όλος ο ανθρώπινος πόνος υμνήθηκε και αγιογραφήθηκε περισσότερο από κάθε άγια μορφή της Εκκλησίας. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα των βυζαντινών εκκλησιών, η θέση της βρίσκεται σχεδόν πάντοτε στην αψίδα του ιερού.


Ο ελλαδικός χώρος και κυρίως τα ελληνικά νησιά είναι διάσπαρτα από εκκλησίες και μοναστήρια αφιερωμένα στην άσπιλη μεσίτρια μεταξύ θεού κι ανθρώπου, πολλά από τα οποία αποτελούν πανελλήνια προσκυνήματα (Παναγιά της Τήνου, Εκατονταπυλιανή της Πάρου, Δροσιανή της Νάξου, κλπ.). Η προετοιμασία ξεκινά από την 1η μέρα του Αυγούστου με νηστεία, η οποία ολοκληρώνεται ανήμερα της Κοίμησης, στις 15 Αυγούστου. Τα προσωνύμια που της έχουν αποδοθεί από την ελληνική λαογραφία (πάνω από 430) επιλέγονται ανάλογα με τον τρόπο αγιογραφίας, τη θεολογική της ιδιότητα, τον τρόπο εύρεσης ή παλαιότητας ή προέλευσης του εικονίσματός της, ή ακόμα και από ιδιάζοντα γνωρίσματά της και μαρτυρούν τη στενή σύνδεση των πιστών με το πρόσωπό της.


Αγγελόκτιστη, Αειμακάριστος, Αειπάρθενος, Γλυκοφιλούσα, Γοργοεπήκοος, Δακρυροούσα, Ελεούσα, Ζωοδόχος Πηγή, Θεοσκέπαστη, Θεομήτωρ, Θεραπιώτισσα, Κεχαριτωμένη, Κυρά των Αγγέλων, Μεγαλόχαρη, Οδηγήτρια, Παρηγορήτισσα, Ρόδον το Αμάραντον, Σωτηριώτισσα, Τεθλιμμένη, Υπεράγαθος, Υπεραγία, Υπερευλογημένη, Φωτόλουστη, Χρυσοπηγή, Ψυχοσώστρια,


ή απλά «Παναγία μου»,


δεν παύει να είναι η πρώτη μας επίκληση στις δύσκολες στιγμές, η δέκτης των προσευχών μας, η Μητέρα όλων των χριστιανών, η μεσίτρια στον ανθρώπινο πόνο, την επέτειο της οποίας γιορτάζει όλη η χριστιανοσύνη με ιδιαίτερη ευλάβεια, κατάνυξη και περισυλλογή, τοποθετώντας την στην κορυφή του λειτουργικού ημερολογίου της Ορθοδοξίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μαζί με τα Θεοφάνεια, τη Γέννηση και την Ανάσταση του Χριστού.
.

11.8.08

ταραμ-ταραμ-ταραμ



Έγιν’ ο καιρός ευχής προμήνυμα. Πριν καν μαζευτούν τα σύννεφα και προτού πιάσει να σκοτεινιάζει. Όταν ο αυγουστιάτικος ήλιος ακόμη πυράκτωνε την ερημωμένη τσιμεντούπολη και η αφόρητη ζέστη αποστράγγιζε και τις τελευταίες αντοχές αυτών που απόμειναν πίσω σαν ξεχασμένοι ναυαγοί.


Σκληρός μήνας ο Αύγουστος. Αδυσώπητος. Ο ήλιος του μαστιγώνει, αφυδατώνοντας και την πιο δροσερή σκέψη. Δεν υπάρχει ίσκιος να σε παρηγορήσει, ούτε σκοτεινιά να σε προφυλάξει, μόνο εκτεθειμένος υπομένεις την κάψα του σε ένα ανελέητο βασανιστήριο χωρίς τέλος.


Κι όμως…


Μες στο θαμπό απομεσήμερο, όταν όλα ήταν ακίνητα σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει, κάτι προμήνυε τον ερχομό της. Αλλοιώτικα μύρισε το χώμα και οι αισθήσεις οξύνθηκαν. Μια αναμονή αιωρούνταν στον αέρα και μια υπόσχεση, σαν κάτι πως θα άλλαζε…


Κάρφωσα τα μάτια στον θόλο τ’ ουρανού και περίμενα. Περίμενα με τη λαχτάρα μικρού παιδιού. Μια μπόρα, μια βροχή, μια καταιγίδα… σταύρωσα τα χέρια μου σε μιαν ευχή… να βρέξει… να βρέξει ανελέητα…


Ο αέρας στάθηκε ακίνητος κι αυτός μέσα στον χρόνο. Ο ήλιος είχε χαθεί κι ο ουρανός ζωντάνεψε από τα σύννεφα που άρχισαν να αλλάζουν χρώματα και να πυκνώνουν και να βαραίνουν, ώσπου ένα έγιναν μαζί του. Σκοτεινιά κι αναμονή. Και κάπου-κάπου, μια λάμψη να χαρακώνει το μολυβένιο τ' ουρανού. Ας βρέξει… μόνο ας βρέξει…



... κι ήρθαν οι πρώτες ψιχάλες! Διστακτικά στην αρχή, ξεθαρρεμένες κατόπιν έσκαγαν στις πλάκες των πεζοδρομίων, στις φυλλωσιές των δέντρων, στα κάγκελα των σπιτιών. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Όλοι κρυμμένοι πίσω από παραθύρια και μπαλκονόπορτες, κάτω από περβάζια. Και μετά, ήρθαν κι άλλες, κι άλλες και σε λίγο, ένας τρελός χορός από μια βροχή χορταστική και γεναιόδωρη, που εισέβαλε παντού σα θείο δώρο! Τα τζάμια των παραθύρων άρχισαν να βουρκώνουν, ρυάκια που έγιναν ποτάμια λύτρωσης, σάρωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους! Κι εγώ, να παρακολουθώ εκστασιασμένη την ευχή μου να εκπληρώνεται μπροστά στα μάτια μου!
ταραμ-ταραμ-ταραμ
ταραμ-ταραμ-ταραμ
ταραμ-ταραμ-ταραμ
Ευχή μου βγες αληθινή
φέρε μια μπόρα, μια βροχή
ταραμ-ταραμ-ταραμ
στήσε στον Αύγουστο παγίδα
φέρε βροχή και καταιγίδα!
ταραμ-ταραμ-ταραμ
ταραμ-ταραμ-ταραμ
ταραμ-ταραμ-ταραμ
Απομεσήμερο Αυγούστου
κάποιος ένα ξόρκι βροχής ψυθίρισε στον νότο
κάποιος τραγούδι το' κανε στον βορά
και η φύση άκουσε και μαζί τους άρχισε να χορεύει σε άδεια πλατεία,
ξυπόλητη και χωρίς αδιάβροχο,
χωρίς σταματημό

και πέρα από μέτρα…

8.8.08

Θέμα μέτρου



Η Φωλιά του Πουλιού χωρητικότητας 91.000 θεατών έδωσε το σύνθημα έναρξης των 29ων Ολυμπιακών Αγώνων σήμερα, στις 8/8/2008 και ώρα 8 το απόγευμα, ώρα Πεκίνου, συνδυασμός προσεκτικά επιλεγμένος, αφού ο αριθμός 8 στην κινέζικη κουλτούρα συμβολίζει τη γονιμότητα και την ευδαιμονία. Χιλιάδες εθελοντές, αμέτρητα κοστούμια, άπειρα βεγγαλικά, προϋπολογισμοί εκατομμυρίων δολλαρίων, κι όμως... αν μ’ έβαζες να ψηφίσω, εγώ Αθήνα 2004 θα ψήφιζα.


Πέρα από το ότι πολλά ευρήματα του σκηνοθέτη τους Ζανγκ Γιμού ήταν παρμένα από τη δική μας τελετή του 2004 (οι τυμπανιστές, τα ιπτάμενα ξωτικά και ο γυμναστής που άναψε τον βωμό θύμισαν τον δικό μας θεό Έρωτα, ο κομήτης, το υγρό στοιχείο, όλα δεύτερες αναφορές), πέρα όμως από αυτά είχα την αίσθηση πως έλειπε κάτι σημαντικό, κάτι που θα έκανε τη διαφορά αν δεν έλειπε. Σα να παραήταν ορθολογικά στημένο και μεγαλειώδες και πειθαρχημένο. Τόσο ορθολογικό και πειθαρχημένο, που σα να έλειπε το συναίσθημα και τόσο μεγαλειώδες που σα να έλειπε το ανθρώπινο μέτρο. Αυτά έλειπαν. Ήταν μία τελετή με εκατομμύρια λαμπιόνια και βεγγαλικά, με λέιζερ και τεχνολογικά τερτίπια που όμως μου άφησε την εντύπωση πως είχε χάσει την αίσθηση του μέτρου. Ακόμα και η διάρκειά της αυτό μαρτυρούσε.


Στους δικούς μας Ολυμπιακούς Αγώνες, το μέτρο ήταν πάντοτε το απόλυτο ζητούμενο. Όλα όσα καθόριζαν τη ζωή και τη δράση του αρχαίου Έλληνα όφειλαν να ανταποκρίνονται σ’ αυτή την αξία: στο παν μέτρον άριστον. Αυτό τους καθόριζε, αυτό υιοθετούσαν στα σπίτια τους, στη θρησκεία τους, στη δημόσια και ιδιωτική ζωή τους, αυτό υπηρετούσαν και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε, οι αξίες που πρέσβευαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνονταν σεβαστές και τιμούνταν από όλους ανεξαιρέτως. Σήμερα, την ίδια στιγμή που ανάβει η φλόγα που συμβολίζει την ειρήνη, τη συναδελφικότητα και την αλληλεγγύη, η ίδια η διοργανώτρια χώρα εξακολουθεί να καταπατά ανθρώπινα δικαιώματα και χώρες όπως η Ρωσία και η Γεωργία κηρύσσουν τον πόλεμο μεταξύ τους! Λες και σαμποτάρουν την ιδέα του Ολυμπισμού! Χάθηκε να ξεκινούσαν μετά τις 24 Αυγούστου, δηλαδή; Ή χτες; Δεν ξέρουν τι θα πει εκεχειρία; Τέλος πάντων...

Οι δικοί μας Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, μπορούν να περηφανευτούν ότι είχαν καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε η Κίνα, παρά την δαπανηρή, χρονοβόρα και εξαντλητική ως φαίνεται προετοιμασία της. Ο ολυμπιακός βωμός έσκυψε προς τον Έλληνα ολυμπιονίκη Νίκο Κακλαμανάκη, που την άναψε μ’ ένα άπλωμα του χεριού του. Η τεχνολογία δηλαδή υποκλίθηκε στον άνθρωπο. Ανθρώπινο μέτρο. Το ίδιο έγινε και στην τελετή λήξης, με το κορίτσι που την έσβησε μ’ ένα φύσημα που ταξίδεψε μέσα από την παλάμη του χεριού του. Πάλι το ανθρώπινο μέτρο. Άντρας – Γυναίκα – Έρωτας – Γένεση – Δημιουργία : Ανθρώπινο μέτρο. Όλες οι φάσεις του πολιτισμού μέσα από την τέχνη του Έλληνα: Ανθρώπινο μέτρο. Όλα είχαν ως σημείο αναφοράς το ανθρώπινο μέτρο. Θέαμα εντυπωσιακό και συνάμα σεμνό, φαντασμαγορικό και συνάμα δωρικό. Όπως συνέβαινε και πριν από 2.000 χρόνια. ΄Οπως οφείλει να είναι και σήμερα. Όλα καλούνταν να ανταποκριθούν στην δική μας καθαρά ελληνική αξία, εκείνης του ανθρώπινου μέτρου, και η δική μας τελετή, με τη λιτότητα και τη σεμνότητά της, σε αντίθεση από αυτό που παρακολούθησα απόψε, πιστεύω πως το κατάφερε.



3.8.08

Πολεμική εκστρατεία





Τι πιο παράδοξο πάθος απ’ τον έρωτα.

Όσο περισσότερο του υποτάσσεσαι


τόσο σε απελευθερώνει.


Σε αναδομεί


μέσα από τη συντριβή.


Σε αφανίζει


για να ξαναγεννηθείς.


Σε διατάζει να βιώσεις το απόλυτο σκοτάδι


για να διακρίνεις το φως.


Εξουσιαστής και κυρίαρχος.


Πολεμική εκστρατεία με μη προβλέψιμη έκβαση.


Δύσκολος ο δρόμος του.


Κακοτράχαλος.


Δύσβατος και ανηφορικός.


Και τόσο μοναχικός.


Σε φθείρει.


Σε διαλύει.


Σε οδηγεί σε φυσική εξόντωση.


Κι όσο σε εξοντώνει… τόσο εσύ τον λαχταράς!


Σα νυχτοπεταλούδα που έλκεται
υπνωτισμένη από το φως μιας νυχτερινής λάμπας

κι ας ξέρει πως μπορεί να καεί.


Δεν πτοείται. Δεν την ενδιαφέρει.
Συνεχίζει να πετά παθιασμένους κύκλους θανάτου.

Όπως κι εσύ.

Κύκλους θανάτου κάνεις σαν υπνωτισμένος


γύρω από τη μόνη πηγή που μπορεί να εμπνεύσει.


Την μόνη δύναμη που κινεί τον κόσμο,


που μπορεί και να τα κάνει όλα σωστά
κι εντάξει.

Κι ας καταστραφείς…



Δύσκολος ο δρόμος που ζητά να περπατήσεις.


Και στο τέρμα του δρόμου,


εκεί που το θνητό και το αθάνατο


γίνονται ένα,


και λες πως πια δεν έχει μείνει τίποτε από σένα να περισώσεις,


σου υπόσχεται…


την ουσία της ζωής!


Την ιερή γνώση.


Ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να πει


παρά μόνον αυτός


που ως το τέρμα έχει φτάσει;


***



«Εσείς του Έρωτα στράτα όσοι διαβείτε
σταθείτε για να δείτε
νάχει βαριά, όση εγώ, άλλος οδύνη;
Ν’ ακούσετε λοιπόν καταδεχτείτε,
μετά συλλογιστείτε
το βάσανό μου αν έχει ματαγίνει.

Έρως, που δεν τον άξιζα και μήτε
δικός μου θεωρείται
τόσο γλυκιά μου’ χε χαρίσει ειρήνη
που πίσω μου άκουγα να συζητείται:
«Θεέ, πώς εξηγείται
αυτού η καρδιά τέτοια χαρά να κλείνει;»

Και τώρα κάθε σιγουριά έχω χάσει
που θησαυρό ερωτικό ανταμοίβει
κι η φτώχεια έτσι με θλίβει
που δύσκολα μου βγαίνει αυτή η φράση.

Κι από ντροπή τη συμφορά που κρύβει
παρόμοια μ’ εκεινού κρατάω στάση:
χαρά να δείχνει η δράση
κι ο πόνος την καρδιά μου να συντρίβει.»

Δάντης